αδάπανος

αδάπανος
-η, -ο (Α ἀδάπανος, -ον)
[δαπάνη]
1. αυτός που δεν απαιτεί δαπάνη, που δεν κοστίζει πολλά, ανέξοδος
2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν δαπανά
3. αυτός που αποφεύγει τη δαπάνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀδάπανος — without expense masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδάπανος — η, ο αυτός που δεν απαιτεί δαπάνη, ανέξοδος: Η επιχείρηση δυστυχώς δεν ήταν αδάπανη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδαπανώτατον — ἀδάπανος without expense masc acc superl sg ἀδάπανος without expense neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδαπάνως — ἀδάπανος without expense adverbial ἀδάπανος without expense masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδάπανον — ἀδάπανος without expense masc/fem acc sg ἀδάπανος without expense neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδαπανώτατος — ἀδάπανος without expense masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδαπανώτερα — ἀδάπανος without expense neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδαπάνου — ἀδάπανος without expense masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδάπανα — ἀδάπανος without expense neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδάπανε — ἀδάπανος without expense masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”